δεινοῖς

δεινοῖς
δεινός
fearful
masc/neut dat pl
δεινόω
make terrible
pres opt act 2nd sg
δεινόω
make terrible
pres subj act 2nd sg
δεινόω
make terrible
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δείνοις — δεῖνος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LYNCEUS — I. LYNCEUS Apharei fil. unus ex Argonautis, tanta oculorum acie praeditus, ut ea per densos etiam quercetorum truncos, ac stipites atque adeo usque ad inferos vim suam expromeret. Orpheus in Argon. Λυγκέυς θ᾿ ὃς τήλιςτα δἰ αἰτέρος ἠδὲ θαλάςςης… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ολκή — η (Α ὁλκή) 1. η έλξη, το σύρσιμο ή το τράβηγμα («ἡ τῆς γνάψεως ὁλκή» το να σύρει κάποιος το ξαντικό εργαλείο κατά την κατεργασία υφασμάτων, Πλάτ.) 2. η προς τα κάτω ροπή τής πλάστιγγας νεοελλ. 1. το βάρος σφαίρας τών παλαιών πυροβόλων 2. η… …   Dictionary of Greek

  • παρακίρναμαι — Α αναμιγνύομαι, ανακατώνομαι («παρεκίρνατο τοῑς δεινοῑς εἰρωνεία», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κίρνημι / αμαι, ποιητ. τ. τού κεράννυμι «ανακατεύω, αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”